- χηνάκι
- χηνάρι τό гусёнок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χηνάκι — το, Ν μικρή χήνα, νεοσσός χήνας … Dictionary of Greek
χηνάκι — το υποκορ. του χήνα μικρή χήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χηνάρι — το / χηνάριον, ΝΜΑ το χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. θηκ άρι ον] … Dictionary of Greek
χηνίον — τὸ, Α [χήν, χηνός] χηνάκι … Dictionary of Greek
χηνίς — ίδος, ἡ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀλωπεκ ίς)] … Dictionary of Greek
χηνίσκος — ὁ, ΜΑ 1. μικρή χήνα, χηνάκι 2. κόσμημα στην άκρη τής πρύμνης τού πλοίου, κεκαμμένο σαν το λαιμό τής χήνας αρχ. διακοσμητικό στοιχείο σε κύλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀλεκτορ ίσκος)] … Dictionary of Greek
χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χηνίτσα — η υποκορ. του χήνα μικρή χήνα, χηνάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)